παραπλώνω

παραπλώνω
παράπλωσα, παραπλώθηκα, παραπλωμένος, απλώνω κάτι περισσότερο απ' όσο πρέπει, σκορπίζω: Παράπλωσες τα πράγματά σου στο δωμάτιο και δε βρίσκουμε άκρη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραπλώνω — απλώνω κάτι περισσότερο από όσο πρέπει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”