- παραπλώνω
- παράπλωσα, παραπλώθηκα, παραπλωμένος, απλώνω κάτι περισσότερο απ' όσο πρέπει, σκορπίζω: Παράπλωσες τα πράγματά σου στο δωμάτιο και δε βρίσκουμε άκρη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.